Οι συλλεκτικές κάρτες είναι παντού, αλλά χρειάζονται… λεξικό!
Έχοντας κατά νου τη δυσκολία της ορολογίας των collectibles, σκεφτήκαμε να παράγουμε ένα ολοκληρωμένο γλωσσάριο όρων και ορισμών του χώρου για αρχάριους που θα βοηθήσουν στην πλοήγηση στην τρέχουσα αγορά.
Artist Proof: Ένας δημοφιλής τύπος parallel (παράλληλης κάρτας). Αρχικά παρήχθησαν από την Pinnacle Brands Inc, το 1994.
Auction / Auction House: Η διαδικασία των δυνητικών αγοραστών που υποβάλλουν προσφορές ο ένας εναντίον του άλλου με τον πλειοδότη να κερδίζει το προϊόν (κάρτα, κουτιά, κλπ). Συχνά, οι αγορές καρτών και memorabilia υψηλής αξίας γίνονται μέσω μιας από τις πολυάριθμες εταιρείες δημοπρασιών.
Autograph Authentication: Η διαδικασία εξέτασης του αυτόγραφου ενός αντικειμένου από εμπειρογνώμονα ή από ένα τρίτο μέρος προκειμένου να προσδιοριστεί εάν το αυτόγραφο είναι αυθεντικό και στην πραγματικότητα υπογεγραμμένο από το άτομο που φέρεται να έχει υπογράψει το αντικείμενο.
Autograph Card / Autographed Card / Auto and AU: Κάρτα που συνοδεύεται από την υπογραφή ενός αθλητή, μιας διασημότητας ή κάποιας προσωπικότητας.
Base Card: Οι απλές κάρτες που αποτελούν το βασικό κομμάτι ενός σετ μιας σειράς αθλητικών καρτών. Οι κάρτες αυτές είναι συνήθως αριθμημένες στο πίσω μέρος της κάρτας με βάση την αρίθμηση του σετ. Ναι ναι, αυτές που είχαμε στα 90s…
Base Set: Όλες οι βασικές κάρτες ενός κουτιού.
Book Card / Booklet Card: Μια ιδιαίτερη κάρτα που ουσιαστικά συνδυάζει δύο σε μία, συνδέοντάς τες με έναν μεντεσέ ή μια ράχη σαν ένα βιβλίο. Μπορούν να είναι κάθετα ή οριζόντια προσανατολισμένες και συνήθως είναι μια κάρτα υψηλών προδιαγραφών που περιλαμβάνει memorabillia ή και ένα αυτόγραφο.
Box Break: Ο όρος που χρησιμοποιείται (και στα ελληνικά είναι δημοφιλής ως «σπάσιμο κουτιού») για τη διαδικασία ανοίγματος ενός κουτιού συλλεκτικών καρτών.
Buy it now: Μια επιλογή αγοράς που σχετίζεται περισσότερο με το eBay, όπου οι αγοραστές μπορούν να αγοράσουν ένα αντικείμενο σε μια προκαθορισμένη τιμή αντί να συμμετάσχουν σε μια δημοπρασία.
Card Show: Μια έκθεση συλλεκτών και εμπόρων αθλητικών καρτών και αναμνηστικών, είτε σε τοπικό είτε -ακόμα καλύτερα- σε εθνικό επίπεδο.
Case: Η συσκευασία ενός συγκεκριμένου προϊόντος κάρτας σε πολλά κουτιά που τοποθετούνται σε ένα μεγάλο κιβώτιο.
Case Breaker: Ένας όρος που αναφέρεται σε ένα άτομο ή μια επιχείρηση που πραγματοποιεί συστηματικά “breaks” (τα «σπασίματα» που λέγαμε) με κουτιά ή κιβώτια.
Case Hit(s): Σε μια προσπάθεια να αυξηθεί η αγοραστική αξία ενός κουτιού με κάρτες, ορισμένοι κατασκευαστές εγγυώνται έναν συγκεκριμένο τύπο κάρτας υψηλής αξίας ή περιορισμένης εκτύπωσης, οι οποίες και συνήθως είναι μία σε όλο το case (π.χ. Stained Glass)
Centering: Μία από τις κύριες κατηγορίες που χρησιμοποιούνται κατά την βαθμολόγηση μιας κάρτας.
Certificate of Authenticity / C.O.A. / Letter of Authenticity: Τα Πιστοποιητικά Γνησιότητας είναι έγγραφα που πιστοποιούν τη γνησιότητα ενός αντικειμένου. Συνήθως, εκδίδονται από μια τρίτη εταιρεία βαθμολόγησης ή ελέγχου ταυτότητας που «πιστοποιεί» ότι ένα αυτόγραφο είναι στην πραγματικότητα αυθεντικό ή ότι ένα υποτιθέμενο αντικείμενο «που χρησιμοποιήθηκε σε ένα παιχνίδι», πράγματι χρησιμοποιήθηκε από τον εν λόγω παίκτη. Οι μεμονωμένοι πωλητές μπορούν -και συχνά το κάνουν- να εκδίδουν εκεί δικά τους C.O.A., ωστόσο, έχουν πολύ μικρή αξία σε σύγκριση με εκείνα που εκδίδονται από αξιόπιστες υπηρεσίες τρίτων στο χόμπι.
Checklist: Λίστα με όλες τις κάρτες και τις παραλλαγές τους, που περιέχονται σε ένα κουτί με κάρτες.
Chrome: Το αρχικό απόθεμα συλλεκτικών καρτών μεταλλικής μορφής που κατασκευάστηκε από την Topps .
Condition: Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα χαρακτηριστικά μιας κάρτας ή ενός συλλεκτικού αντικειμένου που συμβάλλουν στη συνολική φυσική ποιότητά της με βάση μια κλίμακα χαρακτηριστικών.
Diamond Certified Dealer: Ένα πρόγραμμα που δημιουργήθηκε από τον κατασκευαστή συλλεκτικών καρτών “Upper Deck” για να ορίσει και να ανταμείψει τους αντιπροσώπους του προϊόντος της Upper Deck, που πληρούν ορισμένα κριτήρια διανομής και επιτυγχάνουν καθορισμένους στόχους πωλήσεων.
Die-Cut: Μια συλλεκτική κάρτα από την οποία αφαιρέθηκε ένα κομμάτι της προκειμένου να δημιουργηθεί ένα συγκεκριμένο σχήμα, σχέδιο ή μια λειτουργία. Οι κάρτες αυτές συνήθως έχουν μια σπανιότητα σε σχέση με άλλες κάρτες του σετ.
Ding / Dinged Corner: Είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη ζημιά στη γωνία μιας συλλεκτικής κάρτας. Μια κάρτα σε τέτοια κατάσταση αξίζει προφανώς λιγότερο από μια κάρτα χωρίς ένα τέτοιο χτύπημα.
Donruss: Ένας κατασκευαστής συλλεκτικών καρτών που ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 1950 και την παραγωγή αθλητικών συλλεκτικών καρτών το 1981. Η εταιρεία και το εμπορικό σήμα άλλαξαν χέρια αρκετές φορές και η πνευματική ιδιοκτησία, συμπεριλαμβανομένου του ονόματος «Donruss», ανήκει πλέον στην Panini America.
Entertainment Trading Cards / Non-Sports Trading Cards: Συλλεκτικές κάρτες που αφορούν άλλο θέμα εκτός του αθλητισμού και συνήθως θέματα ψυχαγωγίας. Αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν τηλεοπτικές εκπομπές, ταινίες, χαρακτήρες κόμικς, τέχνη και φαντασία, μοντέλα, pop culture ή οτιδήποτε δεν σχετίζεται με τον αθλητισμό.
Error Card: Μια συλλεκτική κάρτα που περιέχει ένα κατασκευαστικό λάθος, είτε στο σχέδιο είτε στο περιεχόμενο. Μερικά από τα πιο συνηθισμένα λάθη περιλαμβάνουν ανορθόγραφα ονόματα, ανακριβείς στατιστικές πληροφορίες ή κάποιο λάθος στην φωτογραφία.
Factory Set: Ένα πλήρες σετ συλλεκτικών καρτών συσκευασμένο από τον κατασκευαστή.
Game-Used: Ένα memorabilia (συλλεκτικό αντικείμενο) που έχει χρησιμοποιηθεί σε μια επίσημη επαγγελματική αθλητική εκδήλωση. Αυτά τα αντικείμενα μπορεί ενδεικτικά να περιλαμβάνουν ένα κομμάτι από τα παρακάτω: φανέλα, μπάλα, γάντια, μπαστούνια μπέιζμπολ, μπαστούνια χόκεϊ, κορδόνια παπουτσιών, καπέλο, κ.λπ.
Game-Worn: Ένα memorabilia (συλλεκτικό αντικείμενο) που έχει φορεθεί από έναν παίκτη σε ένα επίσημο παιχνίδι. Αυτά τα αντικείμενα μπορεί να περιλαμβάνουν ένα κομμάτι από φανέλα, μπάλα, γάντια, μπαστούνια μπέιζμπολ, μπαστούνια χόκεϊ, κορδόνια παπουτσιών, καπέλο, κ.λπ.
- Player-Worn: Ένα memorabilia (συλλεκτικό αντικείμενο) που έχει φορεθεί από έναν παίκτη αλλά όχι σε ένα επίσημο παιχνίδι. Αυτό μπορεί να είναι η φανέλα προπόνησης μιας ημέρας, μια φανέλα που χρησιμοποιήθηκε σε μια φωτογράφηση ή ένα αντικείμενο που κρατήθηκε κατά τη λήψη μιας φωτογραφίας.
- Event-Used: Ένα συλλεκτικό κομμάτι memorabilia που έχει φορεθεί ή χρησιμοποιηθεί σε μια συγκεκριμένη εκδήλωση, όπως η ημέρα ντραφτ ενός παίκτη και οι εκδηλώσεις ντεμπούτου ενός πρωτάρη.
Gem / Jewel Card: Τα τελευταία χρόνια, ορισμένοι κατασκευαστές συλλεκτικών καρτών έχουν αρχίσει να ενσωματώνουν ή να τοποθετούν πραγματικούς γνήσιους πολύτιμους λίθους σε κάρτες
Graded Card: Συλλεκτική Κάρτα της οποίας η κατάσταση έχει εξεταστεί από κάποια τρίτη υπηρεσία (Beckett, PSA, CSG, ) και στην οποία έχει αποδοθεί ένας συγκεκριμένος βαθμός, που αντιστοιχεί στη φυσική κατάσταση της κάρτας. Η αξία μιας βαθμολογημένης κάρτας είναι συνήθως πολλαπλάσια από την αντίστοιχη βασική κάρτα.
Grading Company: Ανεξάρτητη υπηρεσία τρίτου μέρους που ειδικεύεται στην εξέταση της φυσικής κατάστασης καρτών και στην εκχώρηση αντίστοιχου αριθμητικού βαθμού στην κάρτα. Σήμερα, η αγορά συλλεκτικών καρτών αναγνωρίζει τις ακόλουθες εταιρείες ως ηγέτες της βιομηχανίας: PSA, ΒGS και SGC.
Graded/Grading Card Scale: Κάθε μεμονωμένη εταιρεία βαθμολόγησης βασίζει τους βαθμούς της κάρτας της σε μια αριθμητική κλίμακα. Οι περισσότερες εταιρείες χρησιμοποιούν μια κλίμακα από το 1 έως το 10, με το 10 να είναι ο υψηλότερος βαθμός. Κάθε αριθμός στην κλίμακα βαθμολόγησης αποτελεί τον μέσο όρο βαθμολόγησης τεσσάρων ή περισσοτέρων χαρακτηριστικών σχετικά με την φυσική κατάσταση μιας κάρτας.
- Pristine: Ένας όρος που χρησιμοποιείται από την BGS (εταιρεία βαθμολόγησης) για να περιγράψει τον υψηλότερο δυνατό βαθμό (10).
- Gem Mint: Ένας όρος που χρησιμοποιείται από την PSA (εταιρεία βαθμολόγησης) για να περιγράψει τον υψηλότερο δυνατό βαθμό (10).
Group Break: Μια ευκαιρία για μια «ομάδα» συλλεκτών να συναντηθούν στο διαδίκτυο ή από κοντά, να μοιράσουν το κόστος ενός κουτιού και στη συνέχεια να μοιράσουν τις κάρτες μεταξύ τους με τρόπο που είχε συμφωνηθεί προηγουμένως πριν ξεκινήσει το «σπάσιμο».
(The) Hobby: Μια συντομευμένη φράση για το χόμπι της συλλογής αθλητικών καρτών.
Hit or Hit Card: Ένας σύγχρονος όρος που αναφέρεται σε κάρτες υψηλότερης αξίας ή σε κάρτες που θεωρείται ότι έχουν υψηλότερη αξία από άλλες κάρτες που «τραβήχτηκαν» από ένα κουτί συλλεκτικών καρτών. Αυτές οι κάρτες συνήθως έχουν ένα αυτόγραφο, ή περιέχουν ένα memorabilia (συλλεκτικό αντικείμενο) ή έχουν αρίθμηση.
Inscribed/Inscription: Ένας όρος που αναφέρεται στην αναμνηστική υπογραφή όπου το αυτόγραφο περιλαμβάνει μια εξειδικευμένη σημείωση, όπως ένα στατιστικό επίτευγμα, το ψευδώνυμο του αθλητή, το έτος εισαγωγής στο Hall of Fame ή κάποιο άλλο χαρακτηριστικό.
Insert Card: Γενικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει όλες τις μη βασικές και μη παράλληλες κάρτες σε ένα σύνολο καρτών. Αυτές οι κάρτες έχουν συνήθως τα δικά τους θέματα, ονόματα, σχέδια, αρίθμηση και σετ.
Jersey Card: Μια συλλεκτική κάρτα που περιέχει ένα ενσωματωμένο κομμάτι φανέλας.
Junk Wax: Ένας όρος που χρησιμοποιείται σε σχέση με την πληθώρα των συλλεκτικών καρτών που κατασκευάστηκαν μεταξύ των τελών της δεκαετίας του 1980 και των αρχών της δεκαετίας του 1990. Αυτή ήταν μια εποχή υπερπαραγωγής στη βιομηχανία καρτών συναλλαγών, την οποία το χόμπι δεν είχε δει μέχρι τότε ή από τότε και οι κάρτες αυτής της εποχής έχουν μικρή, αν όχι καμία, χρηματική αξία.
Δυστυχώς, για όσους από εμάς είναι μεταξύ 35 και 45 και έχουν χιλιάδες κάρτες από την εποχή εκείνη. Τις αγαπάμε όμως…
Kaboom!: Ένα εξαιρετικά δημοφιλές μοντέρνο insert που περιλαμβάνει σχεδίαση με ένα στυλ κόμικ, τυπώνεται σε περιορισμένο αριθμό και έχει μεγαλύτερη χρηματιστηριακή αξία.
Lenticular: Μια τεχνολογία εκτύπωσης που προκαλεί ένα εφέ τύπου 3D που επιτρέπει στην εικόνα ή τις εικόνες της συλλεκτικής κάρτας να έχουν την εμφάνιση της κίνησης όταν προβάλλονται σε διαφορετικές γωνίες.
Licensed Card: Μια συλλεκτική κάρτα που φέρει την επίσημη έγκριση και τα εξουσιοδοτημένα δικαιώματα χρήσης από έναν αντίστοιχο φορέα αδειοδότησης αθλημάτων όπως το NBA, το NFL, το NHL ή το MLB.
Limited Edition: Ένας όρος που χρησιμοποιείται συχνά από κατασκευαστές συλλεκτικών καρτών και εταιρείες αναμνηστικών σε μια προσπάθεια να υπονοήσει τη σπανιότητα ενός αντικειμένου. Η αξία μιας κάρτας περιορισμένης έκδοσης είναι αντίστοιχη με τον ακριβή αριθμό που παράγεται. Εάν η προσφορά του αντικειμένου υπερβαίνει τη ζήτηση, η κάρτα αυτή θα έχει ως αποτέλεσμα να έχει μικρή ή μερικές φορές καθόλου αξία.
Limited Production Run: Ένας όρος που χρησιμοποιείται συχνά από έναν κατασκευαστή συλλεκτικών καρτών για να περιγράψει τη συνολική εκτύπωση ενός προϊόντος όταν είναι σημαντικά μικρότερη από αυτή των άλλων προϊόντων συλλεκτικών καρτών της εταιρείας.
Lot: Ένας όρος δημοπρασίας που χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει έναν αριθμό αντικειμένων προς προσφορά, όπως οι συλλεκτικές κάρτες. Οι κάρτες, ή άλλα αντικείμενα, μπορεί να είναι του ίδιου τύπου ή μπορεί να είναι μια ποικιλία από κάρτες.
Manufacturer: Μια εταιρεία που παράγει συλλεκτικές κάρτες ή αναμνηστικά στην αγορά του χόμπι.
Manufactured Patch: Ένα κατασκευασμένο αντικείμενο που αποτελείται από ένα υλικό που σχετίζεται με ύφασμα (συνήθως από φανέλα), συχνά κεντημένο για να τιμήσει ένα γεγονός, έναν παίκτη, μια ομάδα, έτος κ.λπ.
Manufactured Relic: Ένα memorabilia (συλλεκτικό αντικείμενο) μη χρησιμοποιημένο σε παιχνίδι ή φορεμένο από παίκτη που κατασκευάζεται από την εταιρεία παραγωγής και περιλαμβάνεται σε ένα προϊόν συλλεκτικής κάρτας. Τα τελευταία χρόνια, αυτά περιλαμβάνουν καρφίτσες, νομίσματα, πλάκες, δαχτυλίδια και γραμματόσημα, τα οποία είναι όλα ενσωματωμένα στην συλλεκτική κάρτα ενώ έχουν περιορισμένη κυκλοφορία.
Memorabilia Authentication: Η αγορά και η ζήτηση για γνήσια, φορεμένα σε παιχνίδια αντικείμενα όπως φανέλα, μπάλα, γάντια, μπαστούνια μπέιζμπολ, μπαστούνια χόκεϊ, κορδόνια παπουτσιών, καπέλο και άλλα αναμνηστικά έχει εκραγεί τα τελευταία χρόνια. Οι συγκεκριμένες ειδικές υπηρεσίες εξετάζουν τα στοιχεία αυτά για να διαπιστώσουν ότι τα αντικείμενα αυτά είναι πράγματι γνήσια και αυθεντικά.
Memorabilia Card: Μια κάρτα που περιέχει ένα κομμάτι ιματισμού που σχετίζεται με τον παίκτη ή το θέμα που απεικονίζεται στην κάρτα. Το αντικείμενο αυτό είναι στην πραγματικότητα ενσωματωμένο στην κάρτα.
Numbering: Ο αριθμός κάρτας που τοποθετείται στο πίσω μέρος μιας συλλεκτικής κάρτας, υποδεικνύοντας τη σειρά της στο αντίστοιχο σετ.
On-Card Autograph: Όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια υπογεγραμμένη κάρτα της οποίας η υπογραφή βρίσκεται απευθείας επάνω στην κάρτα και όχι σε αυτοκόλλητη ετικέτα που έχει τοποθετηθεί εκ των υστέρων.
Sticker Autograph: Μια υπογεγραμμένη συλλεκτική κάρτα που έχει ένα αυτοκόλλητο ή μια υπογεγραμμένη ετικέτα, τοποθετημένη εκ των υστέρων.
One-of-One Card: Μια κυριολεκτικά μοναδική συλλεκτική κάρτα, συνήθως σειριακά αριθμημένη ως τέτοια, με την ονομασία 1/1, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει μόνο μία από αυτές παγκοσμίως.
Αν έχετε μια τέτοια κάρτα, επικοινωνήστε ΑΜΕΣΑ στο contact@tracenchase.com
Pack: Μια ομάδα καρτών συσκευασμένες προς πώληση από έναν κατασκευαστή που συνήθως βρίσκονται μέσα σε ένα φακελάκι.
Parallel ή Variation: Μια κάρτα που περιλαμβάνει την ίδια φωτογραφία και σχέδιο με την αντίστοιχη βασική κάρτα, αλλά τυπώνεται με μια διαφοροποίηση στην ποιότητα. Αυτή μπορεί να είναι το χρώμα, η υφή, το υλικό της κάρτας ή η τεχνολογία εκτύπωσης που χρησιμοποιείται μεταξύ άλλων χαρακτηριστικών.
Penny Sleeve: Μια λεπτή πλαστική θήκη που χρησιμοποιείται ως το πρώτο επίπεδο προστασίας της κάρτας. Τα penny sleeves διατίθενται συνήθως σε ποσότητες των 100 ανά συσκευασία.
Personal Collection: Ένας όρος που χρησιμοποιείται στο σύγχρονο χόμπι για να περιγράψει κάρτες που ένας συλλέκτης συνήθως δεν είναι πρόθυμος να πουλήσει ή να ανταλλάξει. Αυτές οι κάρτες ανήκουν στο επίκεντρο της συλλογής ενός ατόμου.
Population Report POP: Ο αριθμός των αντιτύπων μιας συγκεκριμένης κάρτας που έχουν βαθμολογηθεί από μια συγκεκριμένη εταιρεία βαθμολόγησης (Για παράδειγμα η PSA 10 Prizm RC του Luka Doncic έχει γύρω στα 18.000 αντίτυπα).
Printing Plate: Τα τελευταία χρόνια οι εκτυπωτικές πλάκες (πρωτότυπα) που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία εκτύπωσης έχουν γίνει συλλεκτικά αντικείμενα από μόνες τους. Κάθε συλλεκτική κάρτα σε ένα σετ κατασκευάζεται χρησιμοποιώντας συνήθως τέσσερις (4) μεμονωμένες πλάκες στα ακόλουθα χρώματα: Μαύρο, Κυανό, Ματζέντα & Κίτρινο. Αυτές οι πλάκες εισάγονται συχνά σε συσκευασίες κουτιών και έχουν αύξοντα αριθμό 1/1.
Prism: Μια παράλληλη κάρτα που εμφανίζει μεταλλική ποιότητα με φωτεινό και λαμπερό σχεδιασμό και δημιουργεί μια εμφάνιση που αντανακλά ή διασκορπίζει το φως.
Prizm: Ένα εμπορικό σήμα μιας εξαιρετικά δημοφιλούς, αν όχι της πιο δημοφιλούς, σειράς που ξεκίνησε να παράγεται το 2012 από την Panini America, σταδιακά για όλα τα αθλήματα.
Rainbow: Η πλήρης σειρά όλων των πιθανών χρωμάτων μιας συγκεκριμένης παράλληλης κάρτας ενός παίκτη.
Rare Card: Μια κάρτα ή σειρά καρτών πολύ περιορισμένης διαθεσιμότητας που καθιστά δύσκολη την απόκτησή τους. Ο όρος είναι υποκειμενικός και σήμερα χρησιμοποιείται πολύ ελεύθερα για να διαφημίσει την αξία μιας κάρτας. Πρέπει να σημειωθεί ότι όταν χρησιμοποιείται ο όρος σε σχέση με “vintage” κάρτες, οι «σπάνιες» κάρτες είναι πιο δύσκολο να αποκτηθούν από τις “vintage” κάρτες.
Rated Rookie: Ένας όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά από την εταιρεία Donruss για έναν ρούκι παίκτη. Ο όρος παραμένει στο λεξικό του χόμπι ως μέρος της σειράς καρτών Donruss που ανήκει τώρα στην Panini America.
Raw Card: Μια κάρτα που δεν έχει αξιολογηθεί από μια εταιρεία βαθμολόγησης ή ελέγχου αυθεντικότητας.
Redemption: Ένα πρόγραμμα που έχει δημιουργηθεί από πολλούς παραγωγούς καρτών και υπόσχεται το δικαίωμα απόκτησης μιας συγκεκριμένης κάρτας, όταν αυτή είναι διαθέσιμη από τον παραγωγό. Η πρακτική αυτή έγινε απαραίτητη τη δεκαετία του 2000 καθώς αυξήθηκε η ζήτηση για υπογεγραμμένες κάρτες.
Refractor: Παρόμοια με μια κάρτα Prism. Μια συλλεκτική κάρτα που χρησιμοποιεί μια τεχνολογία εκτύπωσης που παράγει ένα οπτικό εφέ που διαθλά και διασκορπίζει το φως με τρόπο που παράγει ένα πρίσμα ή εφέ που μοιάζει με ουράνιο τόξο. Η διαδικασία έχει γίνει πολύ δημοφιλής στους σύγχρονους παραγωγούς συλλεκτικών καρτών ως αποτέλεσμα της αυξημένης ζήτησης. Η Topps ήταν η πρώτη εταιρεία εμπορικών καρτών που χρησιμοποίησε αυτήν τη δυναμική διαδικασία εκτύπωσης.
Release Date: Ένας όρος που χρησιμοποιείται από τους παραγωγούς συλλεκτικών καρτών για να δηλώσει πότε ένα νέο προϊόν έχει προγραμματιστεί να είναι διαθέσιμο στο κοινό. Αυτές οι ημερομηνίες είναι συχνά ρευστές ως αποτέλεσμα απρόβλεπτων περιστάσεων στη διαδικασία κατασκευής.
Reprint: Μια κάρτα που έχει αναπαραχθεί σκόπιμα από μια πρωτότυπη, συνήθως πιο ακριβή, κάρτα ή σετ.
Rookie Card/RC: Ο όρος αναφέρεται στην πρώτη επίσημα αδειοδοτημένη συλλεκτική κάρτα ενός παίκτη που είναι στο ρόστερ μιας αθλητικής επαγγελματικής ομάδας.
Rookie Patch Autograph / RPA: Μία εξαιρετικά ιδιαίτερη κάρτα που περιλαμβάνει και ένα αυτόγραφο και ένα κομμάτι από συλλεκτικό αντικείμενο. Αυτοί οι τύποι καρτών είναι συχνά οι πιο επιθυμητοί και ακριβοί στο χόμπι.
Serial Number: Μια συλλεκτική κάρτα που παράγεται σε συγκεκριμένη ποσότητα και αριθμείται με την ένδειξη XX/XXX που υποδεικνύει ότι οι κάρτες είναι ο αριθμός XX του συνόλου των XXX που παρήχθησαν. Η σειριακή αρίθμηση εφαρμοζόταν στο παρελθόν ειδικά σε παράλληλες κάρτες, αλλά σήμερα πολλές κάρτες, ακόμη και βασικές κάρτες συνοδεύονται συχνά από την σειριακή αυτή αρίθμηση.
Short-Print: Μια κάρτα βασικού σετ που εκτυπώνεται σε μικρότερη ποσότητα από άλλες κάρτες του σετ.
Super Short Print: Οι κάρτες αυτές είναι ακόμη πιο σπάνιες από τις (SP). Συνήθως μια εκτύπωση κάτω των 50 θεωρείται SSP.
Slabbing/Slabbed: Η διαδικασία ενθυλάκωσης μιας κάρτας για προστασία και αντοχή μετά την βαθμολόγησή της ή/και τον έλεγχο της ταυτότητάς της.
Team Card: Μια συλλεκτική αθλητική κάρτα που απεικονίζει μια εικόνα μιας ολόκληρης ομάδας.
Team Set: Όλες οι κάρτες από ένα σετ αθλητικών καρτών που αποτελείται από παίκτες από μια συγκεκριμένη ομάδα.
Top Loader: Μια επιπλέον προστατευτική πλαστική θήκη για κάρτες που συνήθως τοποθετείται πάνω από μια κάρτα με ένα penny sleeve για πρόσθετη προστασία.
Vintage: Ένας υποκειμενικός όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει παλαιότερες συλλεκτικές κάρτες. Μερικοί συλλέκτες αναφέρονται σε οτιδήποτε τυπώθηκε πριν από το 1973 ως «vintage».
Wax: Ένας γενικός όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις συλλεκτικές κάρτες είτε ως ένα φακελάκι είτε ως ένα κουτί γεμάτο φακελάκια. Παρόλο που οι κατασκευαστές σήμερα χρησιμοποιούν διαφορετικούς τύπους συσκευασίας, ο γενικός όρος “Wax” παρέμεινε μέρος της ορολογίας του χόμπι.
Young Guns: Ένας όρος που χρησιμοποιείται από την Upper Deck για να περιγράψει την ρούκι κάρτα ενός παίκτη χόκεϊ. Κάρτες από την συγκεκριμένη σειρά έχουν πολύ καλή εμπορική αξία παρά το γεγονός ότι δεν έχουν αρίθμηση ή αυτόγραφο, κάτι που αποτελεί ένα σπάνιο φαινόμενο στο σύγχρονο χόμπι.
Αυτά τα ωραία για την ώρα και… έρχεται συνέχεια! Ακολούθησε το Trace ‘n Chase σε Facebook, Twitter, Instagram, TikTok, Linkedin, αλλά και το κανάλι μας στο YouTube και μάθε τα πάντα γύρω από το #thehobby!